- μπακάμι
- το бот. кампешевое или сандаловое дерево
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπακάμι — και μπαχάμι, το δένδρο τού οποίου το ξύλο χρησιμοποιείται στη βαφική για την παραγωγή τού κόκκινου χρώματος, αλλά και στην ιατρική, το αιματόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakkam] … Dictionary of Greek
μπαχάμι — το βλ. μπακάμι … Dictionary of Greek
băcan — BĂCÁN1 s.n. 1. Lemn de culoare roşiatică al unui arbore exotic (Haematoxylon campechianum). 2. Colorant roşu, obţinut prin fierbere, din băcan1 (1). – Din tc. bakam. Trimis de cata, 04.12.2002. Sursa: DEX 98 BĂCÁN2, băcani, s.m. Negustor care… … Dicționar Român